δαιμονολογία

δαιμονολογία
Ο τομέας των θρησκειών που ασχολείται με τη μελέτη των δαιμόνων, οι οποίοι ταξινομούνται με διάφορους τρόπους και διακρίνονται με ονόματα, χαρακτηριστικά, ιδιότητες, επιδράσεις κλπ. Σε ορισμένα χριστιανικά θρησκεύματα, αποτελεί κλάδο της θεολογίας, που βασίζεται στην αντίληψη για τον δαίμονα προσωποποιημένο σε άγγελο που αποστάτησε από τον Θεό και τρέφει μίσος κατά του δημιουργού και των πλασμάτων του, τα οποία προσπαθεί να παρασύρει στο κακό για να τα έχει συντρόφους του στην αιώνια καταδίκη.
* * *
η
1. ομιλία σχετικά με τους δαίμονες
2. συγγραφή που ασχολείται με τους δαίμονες
3. κλάδος τής θρησκειολογίας που εξετάζει τις δοξασίες σχετικά με τους δαίμονες στις διάφορες θρησκείες
4. κλάδος τής Δογματικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμονολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαιμονολογία — η 1. θρησκειολογική επιστήμη που εξετάζει τις σχετικές με τους δαίμονες δοξασίες. 2. το να ασχολείται και να μιλά κανείς σχετικά με τους δαίμονες: Μη δίνεις σημασία στη δαιμονολογία του, το κάνει για να σε φοβήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • νεοπλατωνική σχολή — Η τελευταία από τις μεγάλες ελληνικές φιλοσοφικές σχολές, η oποία παρουσιάστηκε ως επανάληψη και επεξεργασία ενός συνόλου πλατωνικών θεωριών που κατατάσσονται και ενσωματώνονται σε μια ευρεία συνθετική θεώρηση. Ευαίσθητη στις συγκρητιστικές… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • δαιμονολογώ — ( έω) ασχολούμαι με τη δαιμονολογία …   Dictionary of Greek

  • δαιμονολόγος — ο αυτός που ασχολείται με τη δαιμονολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • Αζαζέλ ή Αζαήλ — Βιβλικό πρόσωπο. Προσωποποίηση του πονηρού δαίμονα, που είναι αρχηγός κατά τη δαιμονολογία των Εβραίων, ορισμένης κατηγορίας δαιμόνων και κατοικεί στην έρημο. Κατά την εβραϊκή γιορτή του εξιλασμού προς αυτόν εξαπολυόταν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Η …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Ρομπέρτι, Έρκολε — (Ercole de Roberti, Φεράρα 1456 – 1496). Ιταλός ζωγράφος. Είναι, μαζί με τον Κοσμέ Τούρα και το Φραντσέσκο ντελ Κόσα, ένας από τους τρεις κυριότερους εκπροσώπους της Αναγέννησης στη Φεράρα. Μαζί με τους άλλους δύο διακόσμησε σε πολύ νεαρή ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ξενοκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος (396/5 – 315/4 π.Χ.). Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και διαδέχτηκε (339 38) τον Σπεύσιππο στη διεύθυνση της Ακαδημίας, την οποία διατήρησε έως τον θάνατό του. Από τα έργα του σώζονται μόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”